ωκύπορος

ωκύπορος
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που πορεύεται με ταχύτητα
2. (για πλοίο) ταχύπλοος, γοργοτάξιδος
3. (για ρυάκι ή ποταμό) αυτός που ρέει ορμητικά
4. (για βέλος) αυτός που επιτυγχάνει αμέσως τον στόχο του («ὠκύποροι ὀϊστοὶ Ἔρωτος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πόρος (πρβλ. ταχύ-πορος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὠκύπορος — quick going masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκύπορον — ὠκύπορος quick going masc/fem acc sg ὠκύπορος quick going neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπόροιο — ὠκύπορος quick going masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπόροις — ὠκύπορος quick going masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπόροισι — ὠκύπορος quick going masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπόροισιν — ὠκύπορος quick going masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπόρους — ὠκύπορος quick going masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπόρων — ὠκύπορος quick going masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπόρῳ — ὠκύπορος quick going masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκύποροι — ὠκύπορος quick going masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”