- ωκύπορος
- -ον, Α(ποιητ. τ.)1. αυτός που πορεύεται με ταχύτητα2. (για πλοίο) ταχύπλοος, γοργοτάξιδος3. (για ρυάκι ή ποταμό) αυτός που ρέει ορμητικά4. (για βέλος) αυτός που επιτυγχάνει αμέσως τον στόχο του («ὠκύποροι ὀϊστοὶ Ἔρωτος», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πόρος (πρβλ. ταχύ-πορος)].
Dictionary of Greek. 2013.